ἐντρίψει

ἐντρίψει
ἔντριψις
rubbing in
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἐντρίψεϊ , ἔντριψις
rubbing in
fem dat sg (epic)
ἔντριψις
rubbing in
fem dat sg (attic ionic)
ἐντρί̱ψει , ἐντρίβω
rub in
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐντρί̱ψει , ἐντρίβω
rub in
fut ind mid 2nd sg
ἐντρί̱ψει , ἐντρίβω
rub in
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”